- κατάτρεχε
- κατατρέχωrun downpres imperat act 2nd sgκατατρέχωrun downimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αδυσώπητος — η, ο επίρρ. α ανεξιλέωτος, ασυγκίνητος, σκληρός: Μια αδυσώπητη μοίρα τον κατάτρεχε σ όλη του τη ζωή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)